Ασκήσεις Σεναρίου: "Πες το με Εικόνες" Οι Συμμετοχές (6-10)



Ασκήσεις Σεναρίου:  "Πες το με Εικόνες"

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ 6-10



6.    "Δικαίωμα"

Επιλεχθείσα Κατάσταση:  "Αρκετά σε ανέχτηκα, 

χωρίζουμε...!"






Η Φλώρα γύριζε τρεχάτη στο σπίτι. Προχωρούσε με βήμα 

γρήγορο όταν περνώντας έξω από το καφενείο είδε τον 

άντρα της να παίζει χαρτιά με τη γνωστή παρέα. 

Μονολόγησε…

-Σχόλασε και κατευθείαν στην τσόχα. Αν χάσει, πάλι θα τη 

πληρώσουμε εμείς. Τάχυνε το βήμα της.

Μπήκε στο σπίτι και ζέστανε το φαγητό. Σε λίγο χαρούμενες 

φωνούλες ακούστηκαν και δύο χεράκια την αγκάλιασαν. Ο 

δεκάχρονος γιος της.

-Πώς πήγε το σχολείο; 

-Η δασκάλα σήμερα μου έβαλε δέκα στην έκθεση! Την 

διάβασε σε όλη την τάξη!

-Μπράβο αγόρι μου με κάνεις περήφανη.

Ο μικρός κοίταξε με ταραχή τριγύρω.

-Ο μπαμπάς;

-Στη δουλειά αγάπη μου. Φωτάκη μου άντε να πλυθείς 

αγόρι μου.

 Και σήμερα σου έφτιαξα γιουβαρλάκια που σου 

αρέσουν.

-Ουουου! Φώναξε ο μικρός χαρούμενος κι έτρεξε να πλυθεί.

Σε λίγο ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει. Είχε έρθει ο 

Νώντας   κακοδιάθετος όπως πάντα.

Μπήκε και κατευθύνθηκε στο μπάνιο και αμέσως έβαλε τη 

φωνή στο γιο του.

-Τελείωνε καμιά φορά! Θέλω να μπω. Φτάνει το πλύσιμο.

Ο μικρός σκουπίστηκε γρήγορα και με σκυμμένο κεφάλι 

όρμησε έξω από το μπάνιο. Έκατσε στο τραπέζι ρίχνοντας 

ένα γρήγορο πλάγιο βλέμμα στη μητέρα του και χώθηκε 

στην καρέκλα σιωπηλός.

  Την ώρα που έτρωγαν, η  Φλώρα κοίταξε το δυστυχισμένο 

ύφος του γιου της και  είπε…

-Ο Φώτης πήρε δέκα στην έκθεση σήμερα 

-Και λοιπόν; Προκόψαμε τώρα;

-Σωστά! Εσύ μόνο από το δεκάρι μπαστούνι και τα αδέλφια 

του συγκινείσαι.

-Ωωωωω! Σκοπεύεις να αρχίσεις πάλι; Και της έριξε ένα 

άγριο βλέμμα. Μόλις φάω θα φύγω.

-Πού θα πάς; Κάτσε μια φορά μαζί μας όπως όλοι οι σύζυγοι 

και πατεράδες.

-Έχω ραντεβού με τα παιδιά

-Με την τσόχα έχεις ραντεβού όχι με τα παιδιά… ξέσπασε 

εκείνη. Πού θα πάει αυτό;

Εκείνος   εκσφενδόνισε το ποτήρι του στο πάτωμα.

Πέταξε τη καρέκλα του κάτω άνοιξε το συρτάρι και πήρε τα 

χρήματα του ρεύματος .

-Βαρέθηκα να σε μοιράζομαι με την τράπουλα. Όλος ο 

μισθός σου πηγαίνει στην τσόχα. Ή θα σταματήσεις ή θα 

πάρω το παιδί και θα φύγουμε.

-Στα τσακίδια. Ίσως έτσι σπάσει και η γκίνια μου. Αλλά εδώ 

θα γυρίσετε …. Είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του.

Η Φλώρα   πήγε στο τηλέφωνο.

-Ναι; Η κυρία Μερόπη; Η Φλώρα είμαι. Πήρα να σας πω 

πως μεθαύριο μπορώ να ξεκινήσω ώστε να μπορέσω αύριο 

να βολευτώ στο καινούργιο σπίτι.

Έπειτα έκατσε δίπλα στο γιο της .

 -Φωτάκη μου πρέπει να μιλήσουμε. Έχω βρει δουλειά και 

καινούργιο σπίτι. Η μόνη μου ευτυχία είσαι εσύ αγόρι μου. 

Θα αφήσω  τον πατέρα σου. Κι αν θέλεις θα έρθεις μαζί μου. 

Είσαι μόνο δέκα χρόνων αλλά είσαι αρκετά ώριμος για την 

ηλικία σου. Εδώ μόνο δυστυχία θα έχουμε αγόρι μου. Ο 

μπαμπάς είναι άρρωστος. Αγαπάει τα χαρτιά πιο πολύ και 

δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μόνο να σε σώσω αγόρι 

μου.

-Ξέρω μαμά, θέλω να έρθω μαζί σου. Τον φοβάμαι τον 

μπαμπά και με κάνει λυπημένο.

Το υπόλοιπο βράδυ μάζεψαν τα πράγματα τους σε βαλίτσες.

 Ξημέρωσε Σάββατο και ο Νώντας έλειπε ακόμα.

 Το μεσημέρι σαν  θυμήθηκε το σπίτι του, βρήκε μόνο έναν 

Ρήγα μπαστούνι πάνω στο τραπέζι.  



7.  "Μάνα"

Επιλεχθείσα Κατάσταση:   "Τι να διαλέξω ; το καθήκον ή 

το χρέος μου ;"








Κήπος φροντισμένος, γεμάτος ανθισμένος λουλούδια. Στο κέντρο μια τεχνητή λιμνούλα, δίπλα της εξοχικό σαλονάκι. Νωρίς το απόγευμα οι δυο φίλες, η Νίκη και η Χαρά, πίνουν τον καφέ τους. Η Νίκη διαβάζει εφημερίδα, η Χαρά κάποιο βιβλίο.

-Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να διαβάζω Ντίκινσον ανάμεσα στα πανέμορφα λουλούδια σου, Νίκη μου!
-Δεν είναι παράδεισος;

-Τι νέα από την κόλαση;

-Τι;

-Τι διαβάζεις, ρωτάω;

-Για τη μάνα που παράτησε... Χαρά, ξέρω ποια είναι! Το βράδυ γύριζα από το γυμναστήριο και είδα τη μικρή του περιπτερά να φεύγει τρέχοντας από το σημείο που βρήκαν το μωρό. Και μου φάνηκε πως άκουσα κλάματα μωρού… Και… την είχες προσέξει τελευταία; Είχε στρογγυλέψει… Αυτή είναι! Θα πάρω την αστυνομία! Μου ‘θελε έρωτες στα είκοσι!

-Κι εσύ στην ηλικία της έζησες το μεγάλο σου έρωτα.

-Παράλληλα όμως σπούδαζα και κρατούσα την εταιρία του πατέρα μου! Κάποιες γυναίκες απλά δεν είναι άξιες να γίνουν μανάδες.

-Και η ξαδέλφη σου, η Ματίνα, σε αυτή την ηλικία, κρατούσε σπίτι με τρία ανήλικα ορφανά και δούλευε στα χωράφια σαν άντρας. Αν σε συγκρίνω με τη Ματίνα…

-Είναι ώρα αυτή για τις σοφιστείες σου; Δεν εξοργίζεσαι εσύ;

-Εξοργίζομαι που δίνουμε εξουσία σε τρελούς να σκοτώνουν παιδιά με βόμβες κι εξαντλούμε την αυστηρότητά μας σ’ ένα απελπισμένο κορίτσι!

-Ο κόσμος είναι μια κόλαση κι εμείς…

-Εξοργίζομαι μ’ εμάς τις δυο, που ξέραμε τι περνάει αυτό το κορίτσι και δεν κάναμε τίποτα…

-Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ίσως ο πατέρας τη βίαζε και τη χτυπούσε, αλλά δεν είχαμε αποδείξεις.

-Δεν είχαμε αποδείξεις για να τη βοηθήσουμε, αλλά έχουμε αποδείξεις για να την καταδικάσουμε; Τι βολικό! Και πόσο απάνθρωπο!

-Απάνθρωπη εγώ; Ξέρεις τον καημό μου, Χαρά… Πώς ν’ αφήσω ατιμώρητη μια μάνα που πετάει το παιδί της;

- Θες να την τιμωρήσεις, όχι επειδή εγκατέλειψε το παιδί της, επειδή εσύ δεν μπορείς να κάνεις παιδιά. Βέβαια, δεν ευθύνεται το κορίτσι γι’ αυτό, αλλά στο θύμισε κι αφού δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον και η οργή σου ζητά μια διέξοδο, ξεσπάς σ’ αυτό το πλάσμα.

-Είσαι άδικη! Υπάρχουν νόμοι που θα την τιμωρήσουν και Θεός που θα την κρίνει.

-Με πόση άνεση υπερασπίζεσαι εδώ, στον παράδεισό σου, τους νόμους της κόλασης! Τι πιστεύεις; Αυτός που άφησε να τον καρφώσουν στο σταυρό θα ζητούσε τη συγχώρεση ή την τιμωρία;

-Είμαι τόσο μπερδεμένη, τόσο κουρασμένη! Τι να κάνω;

-Να εξετάσεις τον πρότερο βίο του κοριτσιού και την ψυχική του κατάσταση την ώρα του… εγκλήματος, να ψάξεις για ηθικούς αυτουργούς κι ελαφρυντικά, ν’ ακούσεις την απολογία του και την καρδιά σου. Την καρδιά που κρατάει χρόνια μια ζεστή γωνιά για ένα απροστάτευτο πλάσμα που νόμιζες πως δεν θα έρθει ποτέ. Αλλά ήρθε! Αυτό το κορίτσι χρειάζεται το χάδι σου για να σταθεί στα πόδια του, τη στήριξή σου για να μην καταστραφεί η ζωή του στο πρώτο στραβοπάτημα, την αγάπη σου για να μάθει ν’ αγαπάει.

-Τι μου ζητάς;

-Να γίνεις μάνα! Μάνα δίχως την αναγνώριση της ιατρικής, της γραφειοκρατίας, της κοινωνίας. Μάνα του κοριτσιού, όχι του νεογέννητου. Μάνα αλληλεγγύης.


-Ένα μωράκι ήθελα πάντα…






8.   "Όταν φωλιάσει ο Τρόμος"

Επιλεχθείσα Κατάσταση:   Φοβάμαι




Το δωμάτιο σκοτεινό κι εκείνος κουλουριασμένος σε μια γωνιά, κοιτώντας το άπειρο και τρέμοντας. Στάλες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του και τα μάτια του ήταν κόκκινα από το κλάμα κι από έντονο τρόμο.
Η γυναίκα του μπήκε και τον πλησίασε.
-Τι συμβαίνει;
Τινάχτηκε έντρομος, την κοίταξε για δευτερόλεπτα και απόστρεψε γρήγορα το βλέμμα.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και τον ρώτησε σιγανά.
-Ποτέ δεν σε έχω δει έτσι. Με ανησυχείς. Τι σου συμβαίνει; Μίλησε μου!
Με σιγανή τρεμουλιαστή φωνή της είπε…
-Θα… στα πω… βόγκηξε … πρέπει κάπου να τα πω.
Σαν αυτόματο ξεκίνησε να εξιστορεί.
-Εδώ και καιρό γνώρισα κάποια άλλη. Δεν ξέρω πώς έγινε. Ήταν μια παρόρμηση της στιγμής. Ήταν όμορφη και σατανική. Γρήγορα κυριάρχησε στη σκέψη μου, στην ανάσα μου και μου έγινε απαραίτητη.
Η γυναίκα του στεκόταν στητή και ακίνητη σαν μαρμαρωμένη ενόσω εκείνος συνέχιζε να μιλά.
Δεν της χαλούσα χατίρι και ξαφνικά άρχισε να μου ζητά χρήματα όλο και περισσότερα. Με πλάγιο τρόπο αρχικά και ευθέως αργότερα απειλούσε να στα πει όλα και να σου δείξει φωτογραφίες μας. Δεν μπορούσα να σε πληγώσω έτσι. Σ’ αγαπώ! Παρασύρθηκα. Συγχώρεσε με!
-Δεν πιστεύω πως τρέμεις και κλαις από τύψεις. .. του είπε με σκληρή φωνή.
-Σήμερα αποφάσισα να της πω τέρμα. Αλλά όταν ξεκίνησα να της μιλάω και να της ζητάω να χωρίσουμε, έγινε έξαλλη. Μου γέλασε με κακία και μου είπε πως εκείνην κανείς δεν την έχει χωρίσει, πως με έχει στο χέρι και πως θα χωρίζαμε όταν θα το αποφάσιζε. Για πρώτη φορά ένοιωσα αηδία. Την χαστούκισα. Όρμησε κατά πάνω μου να με χτυπήσει την έσπρωξα και άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Ύστερα από μια ώρα το μυαλό μου είχε καθαρίσει και γύρισα πίσω να ξεκαθαρίσω. …
Άρχισε πάλι να τρέμει…
-Την βρήκα νεκρή. Φαίνεται όπως την έσπρωξα έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της στην κόχη του κρεβατιού. Ήταν ατύχημα καταλαβαίνεις; Βοήθησε με τι θα κάνω; Δεν βρήκα τις φωτογραφίες πουθενά. Θα με πιάσουν. Ήταν ατύχημα!
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. Η γυναίκα πήγε στο παράθυρο.
Ήρθε η αστυνομία είπε στον άντρα της άψυχα. Και για πρώτη φορά τίμησε τα παντελόνια σου και σταμάτα να τρέμεις. Φέρσου με αξιοπρέπεια.
Η αστυνομία του ανακοίνωσε πως βρήκε φωτογραφίες του με το θύμα και κάποιοι γείτονες κατέθεσαν πως τον είδαν να φεύγει τρέχοντας από το σπίτι του θύματος.
Του φόρεσαν τις χειροπέδες. Εκείνος ξέσπασε σε κλάματα και τρέμοντας έλεγε πως ήταν ατύχημα.
Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω τους η γυναίκα κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα.
Πέντε ώρες πριν.
Η γυναίκα στεκόταν ώρα έξω από το σπίτι που ήξερε πως ο άντρας της βρισκόταν με την ερωμένη του. Ο άντρας της βγήκε έξω έξαλλος και έφυγε περπατώντας ενώ εκείνη κρύφτηκε στη σκιά ενός δέντρου για να μην την δει.
Βάδισε γρήγορα προς την είσοδο και μπήκε στο σπίτι από την ανοικτή εξώπορτα. Η αντίζηλος ούτε κατάλαβε από πού ήρθε το χτύπημα που την έριξε στην κόχη του κρεβατιού νεκρή.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, κοίταξε την φωτογραφία του άντρα της και είπε.
-Η προδοσία κοστίζει αγάπη μου.








9.  "Τα Ανείπωτα"


Επιλεχθείσα Κατάσταση:   Φόβος




ΣΚΗΝΗ 1η
(Φοιτητικό δωμάτιο. Νύχτα.. Ο Μάνος και η Άννα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Εκείνος καπνίζει. Εκείνη ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του.)
Α- M' αγαπάς;
Μ- (χαμογελάει) ...
Α- Γιατί δεν μου λες; Δεν μ' αγαπάς;
Μ- Όλο το ίδιο με ρωτάς;
Α- Δεν μου το λες ποτέ.
Μ- Τι να σου πω;
Α- Ότι μ' αγαπάς.
Μ- (γελάει)Δεν είμαι ομιλητικός τύπος.
Α- Και εγώ πως θα ξέρω αν μ’αγαπάς;
Μ-​Απ' τις πράξεις μου.
Α- Οι πράξεις σου δεν εκφράζουν πάντα αυτά που νιώθεις.
Μ- Δεν είναι έτσι.
Α- Έτσι είναι. Όταν παραπονιέμαι, εσύ λες πως σε παρεξήγησα;
Μ- Επειδή με παρεξήγησες.
Α- Σε παρεξηγώ όταν δεν σε καταλαβαίνω.
Μ- Κι εγώ τι φταίω;
Α- Δεν μιλάς ποτέ ανοιχτά. Πώς να σε μάθω;
Μ- Από τη στάση μου βρε μωρό μου, τη συμπεριφορά μου, απ’ αυτά που κάνω.
Α- Είναι καλύτερα δηλαδή να προσπαθώ να ερμηνεύω τις πράξεις σου απ’ το να μου μιλάς.
Μ- Κάποια πράγματα δεν χρειάζονται λόγια.
Α- Όπως;
Μ- Όπως η αγάπη.
Α- Εγώ όμως θέλω να το ακούω.
Μ- ...
Α- Σε παρακαλώ. Τι κόστος έχουν δυο λεξούλες: «Σ' α γ α π ώ».
Μ- Τεράστια!
Α- Σιγά ..Τι σου κοστίζει να μου πεις μια φορά πως μ' αγαπάς;
Μ- Άστο... Εντάξει;
Α- Δεν καταλαβαίνω. Γιατί σ' ενοχλεί τόσο; Δεν μ' αγαπάς;
Μ- Ουφ ...Μη με πιέζεις.
Α- Θέλω να καταλάβω.
Μ- Να καταλάβεις τί ρε Άννα; Δεν είμαι εδώ; Μαζί σου;
Α- Δεν θέλω να σε χάσω.
Μ- Δεν θα με χάσεις. Τι σε πιάνει ξαφνικά;
Α- Αν κάποια μέρα φύγω εγώ;
Μ- Τι να σου πω… Παίζει κι αυτό.
Α-Τι εννοείς;
Μ- Τίποτα δεν κρατάει για πάντα.
Α- Έτσι νομίζεις;
Μ- Έτσι είναι.
Α- Εγώ, πάντα θα σ' αγαπάω και θα είμαι μαζί σου.
Μ- ...
Α- Εσύ;
Μ- Τί εγώ;
Α- Θα μ’ αγαπάς πάντα;
Μ- Α…δεν ξέρω.
Α- Άρα δεν μ’ αγαπάς.
Μ- Από πού το συμπέρανες αυτό;
Α- Από τη στάση σου.
Μ- Τι έχει η στάση μου;
Α-…
Μ- Έλα πες. Τι έχει η στάση μου;
Α- Με κοροϊδεύεις;
Μ- Όχι. Γιατί το λες αυτό;
Α- ...
Μ- Πώς σου ήρθε πως σε κοροϊδεύω;
Α- ...
Μ- Θα μου εξηγήσεις;
Α-...
Μ- Θα μιλήσεις;
Α-…
(Εκείνη σηκώνεται. Ντύνεται. Εκείνος παρακολουθεί ξαπλωμένος. Εκείνη κατευθύνεται ήρεμα προς την έξοδο).
Μ- Πού πας τώρα;
Α- Φεύγω.
Μ- Θύμωσες;
Α- Όχι.
Μ- Άσε τα «όχι» και λέγε. Τι έπαθες;
Α- Τίποτα.
Μ- Έλα, λέγε ...
Α- Άσε με ρε Μάνο.
(Εκείνη γυρίζει το πόμολο. Εκείνος πετάγεται όρθιος. Της κλείνει το δρόμο. Εκείνη τον σπρώχνει. Εκείνος αντιστέκεται. Παλεύουν)
Μ- Δεν θα πας πουθενά!
Α- Άσε με .
Μ- Στάσου ρε μωρό μου. Είσαι σοβαρή τώρα; Kάτσε να το λύσουμε.
Α- Δεν έχει νόημα ...
Μ- Έχει...
(Εκείνη ανοίγει την πόρτα. Βγαίνει.)
ΣΚΗΝΗ 2
(Κεφαλόσκαλο. Νύχτα. Βρέχει. Εκείνος στέκεται όρθιος. Την κοιτάζει που φεύγει.)
Μ-(φωνάζει) Αυτό τώρα είναι αγάπη;
(Εκείνη ανοίγει την αυλόπορτα. Εκείνος τρέχει πίσω της. Σταματάει. Βρέχεται.)
Μ- (φωνάζει) Είπες πως θα είσαι πάντα δίπλα μου!

ΕΣΥ ΤΟ ΕΙΠΕΣ!



10. "Το Γέλιο της Νεράιδας"


Επιλεχθείσα Κατάσταση:  "Και τι δεν θα έδινα για να 

γελάς"





Το χωριό απόψε ήταν ζωντανό. Το καλοκαίρι φύσηξε μέσα του ζωή, φέρνοντας κόσμο, γέλια παιδιών, τσουγκρίσματα ποτηριών. Κι αυτή η Πανσέληνος του έδινε μια λάμψη λες και το έραναν νεράιδες με σκόνη μαγική.
Οι τρεις νέοι καθισμένοι δίπλα στο ποτάμι, περίμεναν και τους υπόλοιπους φίλους, να ανταμώσουν ξανά μετά από έναν δύσκολο χειμώνα.
-Να ζει κανείς ή να μη ζει;
-Σαίξπηρ θα απαγγείλουμε μωρέ;
-Κι αν είναι να ζει, πώς να ζει;
-Μεγαλόπρεπα
-Στο φουλ!
-Δεν είναι χαζό, βρε παιδιά; Ενώ ξέρουμε πώς να ζούμε, αφηνόμαστε, επιβιώνουμε και το συνειδητοποιούμε όταν είναι αργά.
Ο διάλογος τους, έμεινε εκεί, γιατί ύστερα από κάποια βήματα της Νύχτας, έφτασαν κι οι υπόλοιποι της παρέας.
-Θέλετε να πούμε ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά ή τρομακτικές ιστορίες;
-Ναι ναι ναι, και που ξέρεις ίσως και να τα ζήσουμε, έχει πανσέληνο απόψε.
-Αχ μη λέτε τέτοια σκιάζομαι.
-Λοιπόν ακούστε, ένας τοπικός μύθος λέει πως κάθε πανσέληνο, ξεπρόβαλαν από το ποτάμι, πανέμορφες ξανθές κοπέλες, με κατάλευκα φορέματα κι αν μιλούσες σου κλέβαν τη μιλιά.
-Αχ Παναγία μου, κι αν μας κλέψουν τη μιλιά;
-Τη δική σου; Μακάρι…
-Έλα μωρέ, μη τη πειράζετε. Ξεκόλλα κι εσύ, μη φοβάσαι μύθοι είναι.
Η Νύχτα κυλούσε κι οι ιστορίες έδιναν και έπαιρναν. Τα χαχανητά ήταν πολλά, αν και κάπου-κάπου τα ξάφνιαζαν επιφωνήματα έκπληξης ή φόβου.
Η διασκέδαση όμως, έφτανε στο τέλος της, γιατί η κούραση της διαδρομής προς το χωριό, άρχιζε πια να αγγίζει τη παρέα και να καλύπτει τη χαρά τους, που ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί. Σιγά σιγά λοιπόν, η όχθη του ποταμού άδειαζε, από τη νιότη που τη στόλιζε. Στη διαδρομή προς το χωριό, τον ρώτησε με απορία:
-Γιατί συνεχίσατε τις ιστορίες, αφού την είδατε ότι φοβάται;
-Γιατί γελούσες. Κι εκείνη γελούσε, μη κοιτάς τι έλεγε. Και γιατί, αυτές οι αυθόρμητες μαζώξεις στο χωριό, παίρνουν άλλη μορφή, άμα τις ντύσεις με τέτοιες ιστορίες.
-Ναι, αλλά άμα βλέπαμε καμιά Νεράιδα θα μας κοβόταν το γέλιο.
-Δεν υπάρχουν νεράιδες, αλλά και να υπήρχαν, το πολύ πολύ να γέλαγε κι εκείνη μαζί μας. Τι νομίζεις, οι νεράιδες δεν έχουν ανάγκη να γελάσουν;
-Εγώ, πάντως αν ήμουν νεράιδα, δε θα γελούσα μαζί σου. Του είπε και τον έσπρωξε πειραχτικά.
-Ψέματα, ψέματα.
Τα γέλια τους στο δρόμο της επιστροφής, έδιναν μια αύρα στη Νύχτα, στο ίδιο το χωριό, που μέχρι και το ίδιο είχε ξεχάσει.
Έφτασαν όλοι σπίτι τους, αντάλλαξαν μηνύματα ο ένας με τον άλλον ότι έφτασαν όλοι καλά και αφέθηκαν στην αγκαλιά του Μορφέα.
Πριν ξεκινήσουν το ταξίδι στη χώρα του Ύπνου, ένα γάργαρο γέλιο τους ακολούθησε (Ήχος Γυναικείου Γέλιου).
(Φωνή εκτός Σκηνής) : "Γιατί απόψε, ένα μάτσο νέοι που δεν βλέπονταν συχνά, πέρασαν καλά. Γιατί χωρίς να το ξέρουν, απέδειξαν πως υπάρχουν ακόμα νέοι, που διασκεδάζουν και χωρίς οθόνες.

Που ξέρεις, ίσως αυτό το γέλιο ήταν κάποιας νεράιδας, που το είχε τόσο ανάγκη…"





ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:




ΒΑΘΜΟΛΟΓΟΥΜΕ ΕΔΩ:



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις τελευταίου μήνα

Κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας στον κινηματογράφο: "Ανεμοδαρμένα ύψη" της Έμιλυ Μπροντέ

"Έρημη χώρα" η τηλεοπτική σειρά, που πρέπει να δεις

ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ στον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Θεωρίες-Σχολές