Ασκήσεις Σεναρίου: "Πες το με Εικόνες" Οι Συμμετοχές (11-15)
Ασκήσεις Σεναρίου: "Πες το με Εικόνες"
Συμμετοχές 11-15
11. "Φιλοσοφώντας"
Επιλεχθείσα Κατάσταση: "Τι να διαλέξω ; το καθήκον ή το χρέος μου ;"
Το σαλόνι των Δημητρίου έσφυζε από ζωή. Το τραπέζι επιδείκνυε λαχταριστά εδέσματα και οι καναπέδες φιλοξενούσαν φίλους που διασκέδαζαν.
Οι καλεσμένοι τρώγοντας και πίνοντας, είχαν χωριστεί σε ομάδες. Συζητήσεις και γέλια ομόρφαιναν τη βραδιά.
Σε μια παρέα που ήταν παρών και ο Δημητρίου κουτσομπόλευαν.
-Μάθατε ότι ο γιος του Παπαγεωργίου απαλλάχτηκε από τη στράτευση;
-Γιατί; Τι έχει; είπε ο Καραμήτρου
-Α...ψυχοπροβλήματα, απάντησε χαιρέκακα η κ Θάνου
- Πω πω τον καημένο τον Παπαγεωργίου και τον έχει μοναχογιό, τι τον βρήκε!!
-Σιγά που το πιστέψατε, βρήκε τρόπο να γλυτώσει το φανταριλίκι. Δικαστής ο πατέρας του ξέρει μέσες και άκρες. Μια χαρά είναι .
-Πάντως, αυτό με το στρατό πώς το βλέπετε; Μιλώ για τον εξαναγκασμό να στρατευτείς, αλλιώς είσαι λιποτάκτης.
-Και τι ήθελες να κάνει το κράτος; Να το αφήσει στη εθελουσία κατάταξη των νέων; Δεν θα εκπαιδεύονταν πολλοί και να μας δω σε μια σύρραξη...
-Ναι συμφωνώ. Όμως δεν κατανοώ γιατί σε μια μάχη λέμε ότι ''πολέμησαν σαν ήρωες'' εκείνοι που υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν.
-Γιατί, ευτυχώς, πολλοί πολέμησαν γενναία και δεν κρύφτηκαν, γι αυτό είναι ήρωες.
-Το θέμα είναι, αν δεν ήταν υποχρεωτικό το φανταριλίκι, τι λέτε ότι θα επέλεγαν οι νέοι; ρώτησε ο κ. Κούκος
-Στην πλειοψηφία τους δεν θα επέλεγαν να καταταγούν πιστεύω, είπε ο Δημητρίου. Γι αυτό και το κράτος επιβάλλει δια νόμου αυτό που οφείλει να κάνει ο καθένας προς την πατρίδα
-Όμως αν είχες δικαίωμα επιλογής, εσύ ας πούμε Δημητρίου, θα προτιμούσες να πεθάνεις στην μάχη ή να κάνεις τα πάντα για να γλυτώσεις εσένα και την οικογένειά σου;
-Μα αν δεν πολεμήσεις, πώς θα γλυτώσεις; Αιχμάλωτοι θα είμαστε...
-Θα φύγεις σε άλλο κράτος, δες τους πρόσφυγες, πόλεμο έχουν κι όμως φεύγουν. Γι αυτό ερωτώ, αν είχες επιλογή ποια υποχρέωση είναι μεγαλύτερη, προς την πατρίδα σου ή προς την οικογένειά σου και τον εαυτό σου;
-Προς την πατρίδα είπαν όλοι εν χορώ
-Τότε προς τι η αυτοσυντήρηση που υπάρχει μέσα μας; Το να προστατεύουμε τον εαυτό μας προστάζεται από τη φύση. Αν λοιπόν άλλαζαν τα πράγματα και υπήρχε επιλογή, τι βαραίνει περισσότερο για τον καθένα; Το τι οφείλει στην πατρίδα ή τι οφείλει στον εαυτό του;
-Μα υπάρχουν και οι αξίες που σε χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο με ιδανικά. Φυσικά γι αυτές τις αξίες θυσιάζει κάποιος τη ζωή του. Η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η τιμή, η αγάπη για την πατρίδα, η οικογένεια. Τι θα ήμασταν χωρίς αξίες; είπε ο Δημητρίου
-Ακόμη κι αν είναι μάταιη η θυσία αυτή; έπεσε μια άλλη ερώτηση
-Ακόμη και τότε! Εξάλλου πολεμώντας για την πατρίδα πολεμάς και για την οικογένεια, μην το ξεχνάς
-Να πω τι πιστεύω; Επειδή η αυτοσυντήρηση είναι έντονη στον άνθρωπο, η υποχρεωτική στράτευση και επιστράτευση, γίνεται ακριβώς για να υπερνικηθεί ο εαυτός που φωνάζει ''σώσε με''!
-Συμφωνώ, είπε ο απέναντι κύριος που δεν είχε μιλήσει ως τώρα. Κι έτσι δεν χρειάζεται να αναρωτηθείς τι να επιλέξεις σε στιγμές κινδύνου για τη χώρα σου, την υποχρέωση προς την πατρίδα ή να σώσεις την οικογένεια!
12. "Μουρμούρα Ιλ Φό[ρ]νο"
Επιλεχθείσα Κατάσταση: "Αμάν αυτή η μάνα σου πια"
Δείπνο μιας συνηθισμένης (γκρινιάρας) οικογένειας. Τριάρι στη τσιμεντένια καρδιά της πόλης∙ η κρεββατοκάμαρα του ζεύγους, το εφηβικό δωμάτιο της Νικόλ και το ημιυπαίθριο, για την κυρία Νικολίτσα, πεθερά της Βούλας, μητέρα του Παντελή. Μπαλκονάκι με ξεφτισμένες τέντες και θέα η μπουγάδα στο απέναντι τριάρι…
• Νικόοοολ, κλείσ’το ρημάδι κι έλα να φάμε!
• Ηρθε ο μπαμπάς πουλάκι μου…πλύνε τα χέρια σου…
• Σπέρααα…πάλι τρώγεστε; Μέχρι έξω ακούγεστε!
• Η κόρη σου!
• Τι έκανε πάλι η Νικολίτσα;
• Νικόλ τη λένε!
• Καλά, τι έκανε το παιδί;
• Βρε Βούλα, τι σου φταίει πάλι το έρμο;
• Καλά, δεν την έβριζες νωρίτερα,που δεν ξεκολλάει απ’ το κινητό;
• Μην της το παίρνατε, εσείς φταίτε! Τι δουλειά έχει μια σταλιά κοριτσάκι με κινητό;
• Μας τρολάρεις ρε γιαγιά; Ξέρεις από πότε έχω περίοδο;
• ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ ΒΟΥΛΩΣ’ΤΟ!... Ρε Βούλα, της ήρθε περίοδος και δεν μου είπες τίποτα;
• ΝΙΚΟΛ τη λένε! Δε είδες τις σερβιέτες;
• Το κοριτσάκι μου…Της μίλησες τουλάχιστον σαν μάνα προς κόρη;
• Ναι, εμένα περίμενε!
• Θα φάμε επιτέλους;
• Πες ότι έχεις πρεμούρες να δεις τη Φαζιλέτ!... για την εγγονή σου λες… ΕΣΥ έχεις κολλήσει βεντούζα στην τηλεόραση !
• Ρε Βούλα!... Όρεξη έχεις βραδιάτικα;
• Θα με πεθάνετε εσείς…κάνε παιδιά σου λένε!
• Καλά άστο , πεθαίνεις αύριο…Βούλα, τι έψησες;
• Το ψάρι στα χείλη μου έψησε, που ανάθεμα την ώρα που άφησα το χωριό, για να καταχωνιαστώ στο κλουβί με τους τρελούς!
• Λες να ελπίζουμε σε μια απόδραση ;
• ΒΟΥΛΑ, ΤΙ ΕΨΗΣΕΣ;
• Ψάρι λαδορίγανη.
• Πάαααλι ψάρι ρε μάνα; Ήμαρτον!...
• Πάω να το φέρω... , κάντε και κάνα σταυρό να συγχωρέσει ο Θεός τις αμαρτίες σας!
• Με τόσα τούρκικα που βλέπεις, θα φέρουμε ιμάμη να σε διαβάσει…άμα έρθει η ώρα σου…
• ΒΟΥΛΑ ΒΟΥΛΩΣ’ΤΟ ! Επιτέλους !…
• Νικόλ, ποτήρια!
• Πάλι εγώ;
• Άστα Νικολίτσα μου,τα φέρνω εγώ…
• Νικόλ είπαμε ! Μια φορά να το πεις βρε Παντελή!
• Ρίξε μου τώρα και ευθύνες!… Μπύρα έχει στο ψυγείο;
• Δε θυμάμαι... κοίτα !
• Άστο μπαμπά, πάω εγώ…
• Μπράβο κούκλα μου!...
• Μήπως ρώτησες για σελφοκόνταρο ;
• Όχι…
• Καλά, άσε θα τα φέρει η γιαγιά τα ποτήρια…
• Ρε μάνα; Τι κάνεις τόση ώρα μέσα ; Τι έγινε την κατάπιε ο φούρνος;;;;
• Πού τέτοια τύχη;
• ΒΟΥΛΑ ΣΚΑΣΕ!
• Σκάσε εσύ, Παντελή!
• Δε σκάτε κι οι δυο σας λέω ‘γω; Δεν σας αντέχω άλλο!... Πάω στη γιαγιά να βοηθήσω…
• Τα βλέπεις; Θα το τρελάνουμε το παιδί !
• Τα χαΐρια της μάνας σου να βλέπεις ! Μας έχει σπάσει τα νεύρα με τη μουρμούρα της…
• ΓΙΑ-ΓΙΑ!!!...
• Κάηκε το ψάρι; τα’λεγα εγώ!... Η γρουσουζιά της Παναγία μου!...
Τρέχουν στην Κουζίνα.
• Μάνα;
• Αχ, και της το’πα !… Οι αντιστάσεις έχουν διαρροή…
• Εσύ φταις!...Κακούργα γυναίκα!...
• Τόσο καιρό φωνάζω , άλλαξε το ρελέ...!
• Κι ότι την έψηνα για το σελφοκόνταρο γαμώτο!
• Την παράψησες όμως…
• Είστε ηλίθιες ρε;
• Εσύ ο λογικός, Ξεφούρνισέ την, μήπως την προλάβουμε ζωντανή..!
• Και το ρεύμα ;
• Ενώ με το σελφοκόνταρο, θα την σπρώχναμε με ασφάλεια! Τα ‘λεγα εγώ..!
13. "Δύο"
Επιλεχθείσα κατάσταση: "Το γυμνό σου κορμί με τρελαίνει"
Στο μπαλκόνι ενός σπιτιού κάπου στο κέντρο της Αθήνας, φωτισμένο με το λιγοστό φως των κεριών και υπό τους ήχους τζαζ κομματιών, η Αφροδίτη περιμένει τον Αχιλλέα καρτερικά φορώντας ένα δαντελένιο φόρεμα και έχοντας τα μαλλιά της πιασμένα ελαφρά.
Ο Αχιλλέας επιστρέφει και ακολουθεί τη μουσική διαδρομή. Την αγγίζει στους ώμους δίνοντας της ένα φιλί στο λαιμό.
Αχιλλέας : Πέρασαν ήδη δυο εβδομάδες χωρίς να γευτώ την γλυκιά αίσθηση από τα φιλιά σου, τα χάδια, τους ψιθύρους στο σκοτάδι όταν γίνεσαι δική μου…
της είπε και κατέβασε τις τιράντες από το φόρεμα της αργά και βασανιστικά.
Γύρισε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια λύνοντας τα μαλλιά της και αφήνοντας τα να πέσουν στους ώμους.
Αφροδίτη : Δυο εβδομάδες χωρίς να δω τα μάτια σου. Τα μάτια σου αυτά που κάθε φορά με παρασύρουν σε μια θάλασσα ηδονής, συναισθημάτων, αισθήσεων, γεύσεων. Πέρασαν δυο εβδομάδες και είναι σαν να πέρασα μήνες μακριά σου.
του είπε και άφησε το κορμί της να αποκαλυφθεί μπροστά του.
Άρχισε να τον φιλάει υψώνοντας τα χείλη της δίπλα στο αυτί του.
Αφροδίτη : Κάθε πρωί σηκωνόμουν και είχα την αίσθηση ότι ξυπνάς δίπλα μου. Στο μυαλό μου γυρνούσαν οι μέρες που για καλημέρα, εσύ με έκανες δική σου. Και η καρδιά, άνθιζε με το σώμα μου.
Του ψιθύρισε και το σώμα της κόλλησε επάνω του.
Αχιλλέας : Πέρασαν μονάχα δυο εβδομάδες και ήταν τόσο, μα τόσο βασανιστικό.
Ψέλλισε και την πήρε στα χέρια του οδηγώντας την στο εσωτερικό του σπιτιού, ακουμπώντας την στον πάγκο.
Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του και συνέχισε να τον αποπλανεί χωρίς δισταγμό. Καθώς τον φιλούσε και ξεκούμπωνε το πουκάμισο του, τον κοίταξε για άλλη μια φορά στα μάτια.
Αφροδίτη : Τα βράδια… Τα βράδια εκείνα μου έλειπες πιο πολύ. Όλα τα βράδια που γυρνούσα σπίτι, κοιτούσα με αγωνία μήπως σε βρω. Μήπως στεκόσουν πίσω απ’ την πόρτα να με τραβήξεις κοντά σου παρασύροντας με σε εκείνες τις ατελείωτες νύχτες πάθους. Τις νύχτες που έκανες τα πόδια μου να τρέμουν από την ανάγκη για τη σάρκα σου. Που η ηδονή ξεχείλιζε όπως τις στιγμές που τα κορμιά μας γίνονταν ένα.
Εκείνος μη μπορώντας πια να παίξει το παιχνίδι της παραδόθηκε στη θέα του κορμιού της. Την ξάπλωσε με λαχτάρα θέλοντας να απολαύσει κάθε εκατοστό του για κάθε στιγμή που βρέθηκε μακριά της.
Τίποτα πια δεν υπήρξε γύρω τους. Η μουσική χάθηκε, τα κεριά έσβησαν, τα πάντα θόλωσαν. Μόνο οι δυο τους έχοντας παραδοθεί στο κάλεσμα της σάρκας, αγκαλιασμένοι ως τις πρώτες πρωινές ώρες.
Η βραδινή ανοιξιάτικη μπόρα ξέσπασε αδυσώπητη κι έφυγε όσο γρήγορα ήρθε, αφήνοντας πίσω της πεσμένα κλαδιά, νερά να κυλούν ορμητικά στο πλάι του πεζοδρομίου και την Καίτη να προσπαθεί να τρέξει μακριά από όλα, κυρίως από τον Κοσμά.
Τα ψηλοτάκουνα τη δυσκολεύουν. Κοντοστέκεται για λίγο, ίσα να βγάλει τα άβολα παπούτσια και με τη δύναμη που μόνο ο θυμός μπορεί να δώσει τα πετάει μακριά.
Σκουπίζει τα μάτια της και μένει να θαυμάζει το μήκος της απόστασης που διένυσαν εκείνα πριν προσγειωθούν το ένα στη μέση του δρόμου και το άλλο ποιος ξέρει που, αφού δεν το βλέπει πουθενά.
Αυτή η στάση ήταν αρκετή για να την προλάβει ο Κοσμάς και να την πιάσει από τους ώμους.
Εκείνη παλεύει να ξεφύγει κι όταν το καταφέρνει, κοντοστέκεται πάλι.
- Μην με ξαναγγίξεις, εγώ κι εσύ τελειώσαμε, φωνάζει αγριεμένη.
- Μα γιατί; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;
- Στα καλά καθούμενα; Στα κακά καθούμενα θες να πεις. Όλο το βράδυ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δε σ’ έβλεπα νομίζεις πως κοίταζες εκείνη την ξανθιά. Και μετά, σαν να μην έφταναν τα ξελιγωμένα βλέμματα και τα χαμογελάκια, σας έπιασα και μαζί έξω από την τουαλέτα;
- Καίτη παραλογίζεσαι. Είπαμε να ζηλεύεις, αλλά εσύ ξεπέρασες κάθε όριο.
- Μου λες δηλαδή, ότι όλο το βράδυ δεν της χαμογέλασες καθόλου; Και καλά τα χαμόγελα, αλλά έξω από την τουαλέτα τι κάνατε; Ούτε αυτό το είδα;
- Φυσικά και το είδες, όπως είδε κι όλο το μαγαζί τη σκηνή που έκανες. Αλλά καμιά σχέση δεν έχουν όλα αυτά με όσα φαντάζεσαι.
- Χα, πες μου τώρα ότι τα φαινόμενα απατούν κι όχι εσύ.
- Στο λέω και με σιγουριά μάλιστα! Ναι, χαμογέλασα προς το μέρος της, μα όχι σε εκείνην. Νόμιζα πως στο τραπέζι πίσω της κάθονταν ένας συνάδερφος. Του χαμογέλασα, τον χαιρέτισα, μα εκείνος τίποτα.
- Και με άφησες κι έφυγες για να πας δήθεν σ’ αυτόν. Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Κατευθείαν για τις τουαλέτες τράβηξες και να πίσω σου η ξανθιά να σε ακολουθεί.
- Δεν έχασες την ευκαιρία να με ακολουθήσεις κι εσύ.
- Καλά έκανα και δεν την έχασα, γιατί τώρα ξέρω πως είσαι ένας τιποτένιος που ψαρεύει ξανθιές.
- Ε, τώρα ξεπέρασες κάθε όριο. Δεν αξίζει πια να σου πω, ότι δε στάθηκα στο τραπέζι του συναδέρφου, γιατί μόλις πλησίασα αρκετά είδα πως λάθεψα. Δεν ήταν αυτός τελικά. Για να σώσω τα προσχήματα έκανα πως ψάχνω την τουαλέτα. Την τουαλέτα έψαχνε και η ξανθιά και συναντηθήκαμε απ’ έξω. Και τότε την άρπαξες από τα μαλλιά την καημένη και αναστάτωσες κι όλο το μαγαζί.
Η Καίτη πάγωσε. Μα να κάνει τόσο μεγάλο λάθος; Πάλι; Γιατί φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που αφέθηκε να πιστέψει τα χειρότερα χωρίς λόγο.
Το έβλεπε στα μάτια του Κοσμά όμως, πως θα ήταν η τελευταία.
Έκλεισε τα αυτιά της για να απομονώσει τα λόγια του, μα εκείνα έφτασαν στα αυτιά της με διαύγεια που της έφερε ζάλη.
- Λυπάμαι που γίνεται έτσι, που στο λέω εδώ, αλλά εμείς οι δυο απόψε πραγματικά τελειώσαμε. Συ είπας, άλλωστε!
Χθες το απόγευμα στο Σύνταγμα, δύο φίλες, η Μαρία και η Βίκυ, έπιναν τον καφέ τους σε συζητούσαν για τη φίλη τους, τη Σοφία.
Μαρία: «Βίκυ μου, πάλι πήγες για ψώνια;».
Βίκυ: «Ναι. Χθες αγόρασα ένα ζευγάρι γόβες Jimmy Choo».
Μαρία: «Μα προχθές, δεν ψώνισες;»
Βίκυ: «Ναι, μια τσάντα Christian Dior και ένα φόρεμα Valentino».
Μαρία: «Μα τσάντα αγόρασες την προηγούμενη βδομάδα».
Βίκυ: «Ναι, μια Prada για το γραφείο».
Μαρία: «Βρε Βίκυ μου, περιόρισε λίγο τα ψώνια σου. Αφού ξέρεις ότι η Σοφία ζηλεύει κάθε φορά που σε βλέπει με καινούρια ρούχα και παπούτσια».
Βίκυ: «Μα γι’ αυτό ακριβώς το κάνω, Μαρία μου. Γιατί μου αρέσει που ζηλεύει».
Μαρία: «ΟΚ, το ξέρω, αλλά νομίζω ότι ήδη αγόρασες πολλά. Έχεις ξοδέψει όλο το μισθό σου. Μήπως να σταματήσεις;»
Βίκυ: «Α, όχι, δε νομίζω. Όσο η Σοφία συνεχίζει να ζηλεύει, τόσο εγώ θα ψωνίζω».
Μαρία: «Εγώ λοιπόν νομίζω ότι πρέπει να ηρεμήσεις. Νομίζω ότι το τραβάς πολύ και η Σοφία είναι φίλη μας. Νομίζω ότι στεναχωριέται με τον ανταγωνισμό μεταξύ σας».
Βίκυ: «Λες; Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Ευχαριστώ για τη συμβουλή σου. Υπόσχομαι να σταματήσω. Άντε τώρα. Ήπιες τον καφέ σου; Γιατί έχω δει ένα φουλάρι μούρλια. Θέλω να πάω να το πάρω. Θα με συνοδέψεις;»
Μαρία: «Α, καλά, δεν αλλάζεις εσύ. Άντε πάμε».
14. "Τα Φαινόμενα Απατούν"
Επιλεχθείσα Κατάσταση: "Αγάπη μου να σου εξηγήσω, δεν είναι αυτό που νομίζεις"
Η βραδινή ανοιξιάτικη μπόρα ξέσπασε αδυσώπητη κι έφυγε όσο γρήγορα ήρθε, αφήνοντας πίσω της πεσμένα κλαδιά, νερά να κυλούν ορμητικά στο πλάι του πεζοδρομίου και την Καίτη να προσπαθεί να τρέξει μακριά από όλα, κυρίως από τον Κοσμά.
Τα ψηλοτάκουνα τη δυσκολεύουν. Κοντοστέκεται για λίγο, ίσα να βγάλει τα άβολα παπούτσια και με τη δύναμη που μόνο ο θυμός μπορεί να δώσει τα πετάει μακριά.
Σκουπίζει τα μάτια της και μένει να θαυμάζει το μήκος της απόστασης που διένυσαν εκείνα πριν προσγειωθούν το ένα στη μέση του δρόμου και το άλλο ποιος ξέρει που, αφού δεν το βλέπει πουθενά.
Αυτή η στάση ήταν αρκετή για να την προλάβει ο Κοσμάς και να την πιάσει από τους ώμους.
Εκείνη παλεύει να ξεφύγει κι όταν το καταφέρνει, κοντοστέκεται πάλι.
- Μην με ξαναγγίξεις, εγώ κι εσύ τελειώσαμε, φωνάζει αγριεμένη.
- Μα γιατί; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;
- Στα καλά καθούμενα; Στα κακά καθούμενα θες να πεις. Όλο το βράδυ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δε σ’ έβλεπα νομίζεις πως κοίταζες εκείνη την ξανθιά. Και μετά, σαν να μην έφταναν τα ξελιγωμένα βλέμματα και τα χαμογελάκια, σας έπιασα και μαζί έξω από την τουαλέτα;
- Καίτη παραλογίζεσαι. Είπαμε να ζηλεύεις, αλλά εσύ ξεπέρασες κάθε όριο.
- Μου λες δηλαδή, ότι όλο το βράδυ δεν της χαμογέλασες καθόλου; Και καλά τα χαμόγελα, αλλά έξω από την τουαλέτα τι κάνατε; Ούτε αυτό το είδα;
- Φυσικά και το είδες, όπως είδε κι όλο το μαγαζί τη σκηνή που έκανες. Αλλά καμιά σχέση δεν έχουν όλα αυτά με όσα φαντάζεσαι.
- Χα, πες μου τώρα ότι τα φαινόμενα απατούν κι όχι εσύ.
- Στο λέω και με σιγουριά μάλιστα! Ναι, χαμογέλασα προς το μέρος της, μα όχι σε εκείνην. Νόμιζα πως στο τραπέζι πίσω της κάθονταν ένας συνάδερφος. Του χαμογέλασα, τον χαιρέτισα, μα εκείνος τίποτα.
- Και με άφησες κι έφυγες για να πας δήθεν σ’ αυτόν. Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Κατευθείαν για τις τουαλέτες τράβηξες και να πίσω σου η ξανθιά να σε ακολουθεί.
- Δεν έχασες την ευκαιρία να με ακολουθήσεις κι εσύ.
- Καλά έκανα και δεν την έχασα, γιατί τώρα ξέρω πως είσαι ένας τιποτένιος που ψαρεύει ξανθιές.
- Ε, τώρα ξεπέρασες κάθε όριο. Δεν αξίζει πια να σου πω, ότι δε στάθηκα στο τραπέζι του συναδέρφου, γιατί μόλις πλησίασα αρκετά είδα πως λάθεψα. Δεν ήταν αυτός τελικά. Για να σώσω τα προσχήματα έκανα πως ψάχνω την τουαλέτα. Την τουαλέτα έψαχνε και η ξανθιά και συναντηθήκαμε απ’ έξω. Και τότε την άρπαξες από τα μαλλιά την καημένη και αναστάτωσες κι όλο το μαγαζί.
Η Καίτη πάγωσε. Μα να κάνει τόσο μεγάλο λάθος; Πάλι; Γιατί φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που αφέθηκε να πιστέψει τα χειρότερα χωρίς λόγο.
Το έβλεπε στα μάτια του Κοσμά όμως, πως θα ήταν η τελευταία.
Έκλεισε τα αυτιά της για να απομονώσει τα λόγια του, μα εκείνα έφτασαν στα αυτιά της με διαύγεια που της έφερε ζάλη.
- Λυπάμαι που γίνεται έτσι, που στο λέω εδώ, αλλά εμείς οι δυο απόψε πραγματικά τελειώσαμε. Συ είπας, άλλωστε!
15. "Τι θα Αγοράσουμε Σήμερα ;"
Επιλεχθείσα Κατάσταση: "Είπαμε να την κάνεις να ζηλέψει αλλά εσύ το παράκανες"
Μαρία: «Βίκυ μου, πάλι πήγες για ψώνια;».
Βίκυ: «Ναι. Χθες αγόρασα ένα ζευγάρι γόβες Jimmy Choo».
Μαρία: «Μα προχθές, δεν ψώνισες;»
Βίκυ: «Ναι, μια τσάντα Christian Dior και ένα φόρεμα Valentino».
Μαρία: «Μα τσάντα αγόρασες την προηγούμενη βδομάδα».
Βίκυ: «Ναι, μια Prada για το γραφείο».
Μαρία: «Βρε Βίκυ μου, περιόρισε λίγο τα ψώνια σου. Αφού ξέρεις ότι η Σοφία ζηλεύει κάθε φορά που σε βλέπει με καινούρια ρούχα και παπούτσια».
Βίκυ: «Μα γι’ αυτό ακριβώς το κάνω, Μαρία μου. Γιατί μου αρέσει που ζηλεύει».
Μαρία: «ΟΚ, το ξέρω, αλλά νομίζω ότι ήδη αγόρασες πολλά. Έχεις ξοδέψει όλο το μισθό σου. Μήπως να σταματήσεις;»
Βίκυ: «Α, όχι, δε νομίζω. Όσο η Σοφία συνεχίζει να ζηλεύει, τόσο εγώ θα ψωνίζω».
Μαρία: «Εγώ λοιπόν νομίζω ότι πρέπει να ηρεμήσεις. Νομίζω ότι το τραβάς πολύ και η Σοφία είναι φίλη μας. Νομίζω ότι στεναχωριέται με τον ανταγωνισμό μεταξύ σας».
Βίκυ: «Λες; Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Ευχαριστώ για τη συμβουλή σου. Υπόσχομαι να σταματήσω. Άντε τώρα. Ήπιες τον καφέ σου; Γιατί έχω δει ένα φουλάρι μούρλια. Θέλω να πάω να το πάρω. Θα με συνοδέψεις;»
Μαρία: «Α, καλά, δεν αλλάζεις εσύ. Άντε πάμε».
Διαβάστε εδώ:
ΒΑΘΜΟΛΟΓΟΥΜΕ ΕΔΩ:
Και έφτασε η ώρα... Μουσική αγωνίας και πάμε!!
ΑπάντησηΔιαγραφή4 βαθμούς δίνω στον αριθμό 4. Νομίζω ήταν το κείμενο που διάβασα και ήταν όσο πιο κοντά φανταζόμουν σε σκηνοθετικό σενάριο, οπότε το θεωρώ δίκαιο. Πέρα από αυτό βέβαια, ήταν κι εκείνο που με άφησε με ένα πλατύ χαμόγελο αισιοδοξίας. Εξαιρετικά καλογραμμένο, φαίνεται πως είναι από κάποιον που ξέρει καλά να χειρίζεται μια ιστορία, ευαίσθητο, ανάλαφρο, σημερινό ως προς την κατάσταση. Γενικά συγχαρητήρια σε όποιον το έγραψε!!
3 βαθμούς δίνω στο 7, γιατί μου άρεσε πολύ το μήνυμα της ιστορίας και νομίζω είναι και μια κατάσταση της καθημερινότητας. Όχι πως κάθε μέρα αφήνουμε το παιδί μας, αλλά σίγουρα πως βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε πράγματα όπως μας βολεύουν.
3 βαθμούς δίνω στο 12, γιατί υποστήριξε την κατάσταση με χιούμορ. Όπως σου είχα πει ήθελα κι εγώ να γράψω γι αυτό και δεν τα κατάφερα, οπότε με ενθουσίασε. Ήταν λίγο σαν να κοιτάω από την κλειδαρότρυπα, γρήγορο, άμεσο, καθημερινό. Το μόνο που με δυσκόλεψε λίγο, θα προτιμούσα να αναφέρει τα ονόματα στο διάλογο να καταλαβαίνω πάντα ποιος μιλάει χωρίς να ψάχνω γιατί δεν ήταν μονάχα 2 άτομα. Αλλά αυτό είναι καθαρά για λόγους ευκολίας.
1 βαθμό, γιατί δεν έμειναν και άλλοι, δίνω στο 8. Ξέρεις, τώρα είμαι και γυναίκα, και σκέφτομαι πως αν ήμουν στη θέση της πρωταγωνίστριας, ένα θριλεράκι θα το ζούσα. Γενικά είχε ωραία εξέλιξη, απροσδόκητη για μένα τουλάχιστον, το πέτυχε νομίζω το σκοπό του.
Ουφ, αισθάνομαι λίγο και σαν την γιουροβίζιον τώρα...
Και 12 βαθμούς δίνω σε εσένα Γιάννη για τη δημιουργική σου ιδέα. Ξέρεις πόσο με ενθουσίασε και πόσο τη στηρίζω. Ελπίζω να πήγε όσο καλά έλπιζες, και να υπάρξει και συνέχεια στο μέλλον.
Συγχαρητήρια σε όλους, τους ψήφισα δεν τους ψήφισα. Την επόμενη φορά σκέφτομαι να απαιτήσουμε όλοι μαζί βαθμολογία ισάξια με τα κείμενα, ώστε όλοι να έχουν την ανταπόκριση που χρειάζεται στην έμπνευση τους...
Είπε η μητέρα Τερέζα και πάει για ύπνο!
Καλό ξημέρωμα!
Νικολέτα μου σε ευχαριστώ πολύ. Κάνε μια αυτούσια ΜΕΤΑΦΟΡΑ του μηνύματός σου εδώ στην πρώτη ανάρτηση να είναι όλα τα σχόλια εκεί.
Διαγραφή1-5
Επανέρχομαι
Νικολέτα μου, ΕΧΕΙΣ ΔΩΣΕ 3 βαθμούς, ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ (!!!). Κάνε τη διόρθωση σε παρακαλώ...!!!! οι 2 βαθμοί σου για ποιο είναι ;;;
ΔιαγραφήΕπανέλαβε διορθωμένη το σχόλιό σου στην ανάρτηση 1-5. Φιλιά, Επανέρχομαι.